καταβαπτίζω — (AM) 1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω 2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω 3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο μσν. 1. περιλούζω, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαπτίζω «βυθίζω»] … Dictionary of Greek
καταβαπτίσει — καταβαπτίζω dip aor subj act 3rd sg (epic) καταβαπτίζω dip fut ind mid 2nd sg καταβαπτίζω dip fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτίσῃ — καταβαπτίζω dip aor subj mid 2nd sg καταβαπτίζω dip aor subj act 3rd sg καταβαπτίζω dip fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτιζόμεθα — καταβαπτίζω dip pres ind mp 1st pl καταβαπτίζω dip imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτισθέντα — καταβαπτίζω dip aor part pass neut nom/voc/acc pl καταβαπτίζω dip aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτίζει — καταβαπτίζω dip pres ind mp 2nd sg καταβαπτίζω dip pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτίζοντα — καταβαπτίζω dip pres part act neut nom/voc/acc pl καταβαπτίζω dip pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτίζουσι — καταβαπτίζω dip pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταβαπτίζω dip pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτίζουσιν — καταβαπτίζω dip pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταβαπτίζω dip pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτίσαι — καταβαπτίζω dip aor inf act καταβαπτίσαῑ , καταβαπτίζω dip aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαπτιζομένου — καταβαπτίζω dip pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)